- ῥυπαρομέλας
- ῥῠπᾰρο-μέλᾱς, αινα, αν,A of a dirty black, ib.d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρυπαρομέλας — αινα, αν, Α αυτός που έχει μαύρο και ρυπαρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + μέλας «μαύρος»] … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek